- κοσμιωτάτη
- κόσμιοςwell-orderedfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)κόσμιοςwell-orderedfem nom/voc superl sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κοσμιωτάτῃ — κόσμιος well ordered fem dat superl sg (attic epic ionic) κόσμιος well ordered fem dat superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κόσμιος — α, ο, θηλ. και κοσμία (ΑM κόσμιος, ία, ον, Α και κόσμιος, ον) [κόσμος] 1. ο καλά διατεταγμένος, ο κανονικός (α. «κόσμια εμφάνιση» β. «κοσμίας ᾠκοδομοῡντο οἰκήσεις», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ευπρεπής, σεμνός, φρόνιμος (α. «κόσμιος άνθρωπος» β. «δεῑ… … Dictionary of Greek